ολάσπρος

ολάσπρος
-η, -ο
βλ. ολόασπρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολάσπρος — η, ο και ολόασπρος, η, ο ο ολότελα άσπρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολόασπρος — και ολάσπρος, η, ο εντελώς άσπρος, κάτασπρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”